στράκα

στράκα
η щелчок;

κάνω στράκες — щёлкать;

χτυπώ στράκα στη μύτη (στο κούτελο) — щёлкать по носу (по лбу);

κάνω στράκες με τα δάχτυλα — щёлкать пальцами;

§ κάνω στράκες — производить впечатление, иметь успех


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στράκα" в других словарях:

  • στράκα — η, Ν 1. οξύς και ξηρός κρότος 2. φρ. «κάνω στράκες» προκαλώ ζωηρές εντυπώσεις, κυρίως με την εμφάνισή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από ηχομίμηση τού θορύβου που προκαλεί το μαστίγιο των αμαξηλατών] …   Dictionary of Greek

  • στράκα — η 1. κρότος. 2. κροτίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… …   Dictionary of Greek

  • τράκα — η 1. στράκα (βλ. λ.): Κάνει τράκες, κάνει εντύπωση. 2. είδος κροτίδας, τρακατρούκα: Ακούστηκαν πολλές τράκες στην Ανάσταση. 3. σύγκρουση οχήματος με άλλο: Πολύνεκρη τράκα. 4. αναιδής λήψη δωρεάν, πράγματος που ανήκει σε άλλον, σελεμιά, αμάκα: Μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»